του Νίκου Σαραντάκη
Ένας από τους λόγους νομίζω που ο Οβελίξ μας είναι ένας τόσο αξιαγάπητος παιδικός ήρωας, είναι και η σχεδόν αποενοχοποιημένη φιλήδονη σχέση του με το φαγητό, το αισθητικό αποτέλεσμα της οποίας υποστηρίζει με παρρησία. Θα λέγαμε μάλιστα ότι με μία ευρηματική «ψυχολογική αναπλαισίωση», το πλαδαρό περίβλημα του σαρκίου αίφνης μετασχηματίζεται σε «χαμηλό στήθος». Έτσι λοιπόν ξαναβλέπουμε την ανεπαίσθητη καμπύλη στο αρμονικό - καθότι ολλοστρόγγυλο - κορμί του γραφικού Γαλάτη, μέσα από τα μάτια του ίδιου, ως μία συμπαθητική μοναδικότητα. Όμως η συμπαθητική αυτή μοναδικότητα δεν είναι τόσο στο συγκεκριμένο κορμί, όσο στον τρόπο που ο περήφανος κάτοχος της μας προσκαλεί να τη δούμε.
Ένας από τους λόγους νομίζω που ο Οβελίξ μας είναι ένας τόσο αξιαγάπητος παιδικός ήρωας, είναι και η σχεδόν αποενοχοποιημένη φιλήδονη σχέση του με το φαγητό, το αισθητικό αποτέλεσμα της οποίας υποστηρίζει με παρρησία. Θα λέγαμε μάλιστα ότι με μία ευρηματική «ψυχολογική αναπλαισίωση», το πλαδαρό περίβλημα του σαρκίου αίφνης μετασχηματίζεται σε «χαμηλό στήθος». Έτσι λοιπόν ξαναβλέπουμε την ανεπαίσθητη καμπύλη στο αρμονικό - καθότι ολλοστρόγγυλο - κορμί του γραφικού Γαλάτη, μέσα από τα μάτια του ίδιου, ως μία συμπαθητική μοναδικότητα. Όμως η συμπαθητική αυτή μοναδικότητα δεν είναι τόσο στο συγκεκριμένο κορμί, όσο στον τρόπο που ο περήφανος κάτοχος της μας προσκαλεί να τη δούμε.
Τι γίνεται όμως όταν έρχεται η εποχή των «ισχνών αγριογούρουνων»; Έως τώρα ο ήρωάς μας έχει αποδείξει ότι μπορεί να καταναλώσει απεριόριστα, αλλά όχι και ότι μπορεί να περιορίσει τα - καθόλου χορτοφαγικά - γεύματα του. Ταυτόχρονα η παραγωγική του δραστηριότητα παραμένει σταθερή, είτε έτσι είτε αλλιώς: για παράδειγμα μεταφορά μέχρι πέντε μενίρ την ημέρα. Αν ακολουθήσει τη συνταγή του «πανικού της τελευταίας στιγμής» (πριν τον αφανισμό των αγριογούρουνων), στο πρότυπο της εμπνευσμένης ελληνικής κυβέρνησης, θα πρέπει να περικόπτει περίπου κάθε μήνα και το 10% της ποσότητας των αγριογούρουνων που κατανάλωνε έως τώρα. Μέχρι που - εξουθενωμένος ψυχολογικά - θα φτάσει να μεταφέρει μόλις ένα και μετά βίας μενίρ την ημέρα. Έτσι δεν θα είναι πια ο Οβελίξ που όλοι ξέραμε, καθώς μαζί με το ελάττωμα της αδηφαγίας του, θα εκλείψει και το κέφι με το οποίο μετέφερε αυτά τα πέντε μενίρ ημερησίως. Θα επιβιώσει; Ναι, είναι πιθανό, αλλά ποια ελπίδα θα του έχει μείνει να ξαναγίνει ένας καλύτερος Οβελίξ από αυτόν που ξέραμε και λίγο-πολύ συμπαθούσαμε, παρότι όλοι ομολογούμε πόσο αντιπαραγωγικός και αδηφάγος ήταν;
Μήπως υπήρχαν άλλες λύσεις; Μήπως, αν σχεδιάζαμε λίγο πιο ψύχραιμα το παρόν του, βρίσκαμε κάποιες βιώσιμες λύσεις και για το μέλλον του; Όταν ήδη ξέραμε ότι έρχονται καταιγίδες, γιατί δεν σκεφτήκαμε όχι απλά να «τον ρίξουμε» στο ένα αγριογούρουνο την ημέρα αντί για πέντε, αλλά να αλλάξουμε και το οικο-λογικό μίγμα της κατανάλωσής του, με μία ας πούμε «μεσογειακή διατροφή», που θα εξασφάλιζε στον ίδιο καλύτερη υγεία, αλλά και μακροπρόθεσμη διατήρηση των πόρων του περιβάλλοντος του;
Τι θα σήμαινε κατ’ αναλογία κάτι τέτοιο για την υποχρεωτική οριζόντια δίαιτα του ελληνικού κράτους; Πολύ απλά ότι αντί να περικόπτουμε αδιακρίτως (κατά 10%, μετά 20% και ούτω καθεξής) μισθούς, συντάξεις, υπηρεσίες και εργαζόμενους, θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε διακομματικά, σε διαβούλευση με την οργανωμένη κοινωνία αλλά και την επιστημονική κοινότητα, μία σειρά από παραμέτρους: ποιες δημόσιες υπηρεσίες παράγουν πραγματικό έργο και ποιες όχι, ποιες χρειάζονται περισσότερο προσωπικό και ποιες λιγότερο ή καθόλου, ποιο είναι το ελάχιστο κοινωνικής αλληλεγγύης που θα κρατήσει ζωντανή την πολύπαθη «κοινωνική συνοχή», αλλά και πώς το υπάρχον δυναμικό του κράτους μπορεί να προσφέρει εργασία, τεχνογνωσία και υποδομές στην ιδιωτική, στην κοινωνική ή και στην μικτή επιχειρηματικότητα, προκειμένου να υλοποιηθούν στρατηγικές επενδύσεις με μέλλον, που θα πάρουν τη θέση των οριστικά παρηκμασμένων κλάδων. Είναι περισσότερο «αδύνατο» να σκεφτούμε ένα ριζικά διαφορετικό κράτος, από το να δεχτούμε νέες στρατιές ανέργων στους ήδη υπάρχοντες και μάλιστα χωρίς κανένα σχέδιο απορρόφησης τους; Χρόνος υπήρχε, όπως σίγουρα υπήρχε και η ικανότητα των ανθρώπων που θα μπορούσαν να δρομολογήσουν τέτοιες λύσεις. Κάποιοι όμως προτίμησαν τους μονοδρόμους του «παρά πέντε», ίσως σε εφαρμογή ενός άλλου σχεδίου το οποίο μπορεί να μάθουμε κι εμείς σύντομα.
Μήπως υπήρχαν άλλες λύσεις; Μήπως, αν σχεδιάζαμε λίγο πιο ψύχραιμα το παρόν του, βρίσκαμε κάποιες βιώσιμες λύσεις και για το μέλλον του; Όταν ήδη ξέραμε ότι έρχονται καταιγίδες, γιατί δεν σκεφτήκαμε όχι απλά να «τον ρίξουμε» στο ένα αγριογούρουνο την ημέρα αντί για πέντε, αλλά να αλλάξουμε και το οικο-λογικό μίγμα της κατανάλωσής του, με μία ας πούμε «μεσογειακή διατροφή», που θα εξασφάλιζε στον ίδιο καλύτερη υγεία, αλλά και μακροπρόθεσμη διατήρηση των πόρων του περιβάλλοντος του;
Τι θα σήμαινε κατ’ αναλογία κάτι τέτοιο για την υποχρεωτική οριζόντια δίαιτα του ελληνικού κράτους; Πολύ απλά ότι αντί να περικόπτουμε αδιακρίτως (κατά 10%, μετά 20% και ούτω καθεξής) μισθούς, συντάξεις, υπηρεσίες και εργαζόμενους, θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε διακομματικά, σε διαβούλευση με την οργανωμένη κοινωνία αλλά και την επιστημονική κοινότητα, μία σειρά από παραμέτρους: ποιες δημόσιες υπηρεσίες παράγουν πραγματικό έργο και ποιες όχι, ποιες χρειάζονται περισσότερο προσωπικό και ποιες λιγότερο ή καθόλου, ποιο είναι το ελάχιστο κοινωνικής αλληλεγγύης που θα κρατήσει ζωντανή την πολύπαθη «κοινωνική συνοχή», αλλά και πώς το υπάρχον δυναμικό του κράτους μπορεί να προσφέρει εργασία, τεχνογνωσία και υποδομές στην ιδιωτική, στην κοινωνική ή και στην μικτή επιχειρηματικότητα, προκειμένου να υλοποιηθούν στρατηγικές επενδύσεις με μέλλον, που θα πάρουν τη θέση των οριστικά παρηκμασμένων κλάδων. Είναι περισσότερο «αδύνατο» να σκεφτούμε ένα ριζικά διαφορετικό κράτος, από το να δεχτούμε νέες στρατιές ανέργων στους ήδη υπάρχοντες και μάλιστα χωρίς κανένα σχέδιο απορρόφησης τους; Χρόνος υπήρχε, όπως σίγουρα υπήρχε και η ικανότητα των ανθρώπων που θα μπορούσαν να δρομολογήσουν τέτοιες λύσεις. Κάποιοι όμως προτίμησαν τους μονοδρόμους του «παρά πέντε», ίσως σε εφαρμογή ενός άλλου σχεδίου το οποίο μπορεί να μάθουμε κι εμείς σύντομα.
Ο Νίκος Σαραντάκης είναι ψυχοθεραπευτής-κοινωνιολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.