Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Οικολογική μετάβαση και πολιτική οικολογία




Η οικολογική μετάβαση

Η οικολογική μετάβαση της κοινωνίας, με την έννοια της απαραίτητης αλλαγής τρόπου ζωής, κατανάλωσης και ποιότητας παραγωγής - τι, πως, που, πόσο, για ποιους - τρόπων συμβίωσης και ποιότητας κατανομής πόρων, δημοκρατίας, ολικής δικαιοσύνης και ολικής προστασίας των οικοσυστημικών ισορροπιών, έρχεται σαν αίτημα από πολύ μακριά. Ίσως και από την περίοδο που προηγήθηκε της βιομηχανικής επανάστασης, του νεωτερικού κράτους και των πολιτικών οπτικών του ‘900.
Η πρώτη του συνοπτική έκφραση, προσανατολισμένη στη συγκρότηση ενός πολιτικού σχεδίου αλλαγής του ισχύοντος παραδείγματος, κατατέθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία μέσω της σκέψης και της δράσης του Αλέξ Λάνγκερ. Ο πρόωρος χαμός του Λάνγκερ δεν επέτρεψε την περαιτέρω ανάπτυξη της βαθιάς του ενόρασης και άφησε χώρο στην εξαΰλωση των ιδεών, στην ιδεολογική υποταγή και στην επακόλουθη ένταξη στο ισχύον πολιτικό σύστημα της οικολογικής οπτικής του πράσινου κινήματος. 
Τα περιβαλλοντικά κινήματα αποτέλεσαν, για αρκετά χρόνια, το βασικό εργαλείο εθελοντικής προσπάθειας στο πεδίο του οικολογικού ζητήματος για να περάσουν στο παρασκήνιο τα τελευταία χρόνια με την έκρηξη της οικονομικής κρίσης. Οι Πράσινοι αποτέλεσαν ευθύς εξαρχής το όχημα της θεσμική τους εκπροσώπησης, δίχως την όποια θεσμική «εξουσιοδότηση», αλλά έχασαν γρήγορα το εύρος και την διεισδυτικότητα της εναλλακτικής τους οπτικής στο πλαίσιο μιας προοδευτικής απορρόφησης από τις οπισθοδρομικές λογικές της κομματοκρατίας. Η πολιτική τους αποτυχία στάθηκε η βασική αιτία του σταδιακού αλλά αναπόφευκτου θρυμματισμού του οικολογικού στερεώματος, δίχως πια θεσμικά σημεία αναφοράς, την ίδια στιγμή που οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες και η οικολογική συνείδηση αυξάνονταν και διαχέονταν σε όλο τον κόσμο.
Η κρίση των πράσινων κομμάτων και του «παλαιού» περιβαλλοντισμού αποτελούν, σε κάθε περίπτωση, τον δείκτη των σοβαρών δυσλειτουργιών της ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Δυσλειτουργιών που επιβάλλουν την άρθρωση μιας άλλης ευρωπαϊκής οπτικής, ενός ριζοσπαστικού πολιτισμικού μοντέλου μιας άλλης οικονομίας, με δραστική μείωση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την συγκρότηση ενός πολιτικού και εκλογικού υποκείμενου στην λογική ενός ενιαίου ευρωπαϊκού σχεδίου οικολογικής μετάβασης.

Οι προϋποθέσεις της οικολογικής μετάβασης

Η οικολογική μετάβαση είναι κύρια πολιτισμική επανάσταση και αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος που απαιτεί τόσο πρωταγωνιστές όσο και τόπους διεργασιών. Θέτει σαν πρώτη προϋπόθεση την ενσυνείδητη αποδοχή της, την δημιουργία ενός πλαίσιου προβληματισμού γύρω από το νόημα της ύπαρξης με επανανοηματοδότηση αξιών και δεξιοτήτων, από τις διαστάσεις και την ποιότητα της κοινωνικής συμβίωσης και τις εξελίξεις της συνείδησης, έως την κατάσταση του πλανήτη και την ποιότητα της ελευθερίας και της δημοκρατίας. 
Η οικολογική μετάβαση ευνοείται από την φυσική επαναπροσέγγιση μεταξύ των εννοιών της «παραγωγής» και της «κατανάλωσης», από το πρόταγμα μιας διαφορετικής παραγωγής έως εκείνο της περίφημης παραγωγής εγγύτητας και της ευρείας υιοθέτησης της αυτοπαραγωγής και της επανάχρησης υλικών. Κεντρικό ρόλο, για την ουσιαστική της πραγμάτωση, διαδραματίζει η γνώση, η ενσυνείδητη ενεργή συμμετοχή, οι ενώσεις των πολιτών και ένας άλλος τύπος επιχειρηματικότητας βασισμένης σε μορφές συμμετοχικής δημοκρατίας, στην μικρή παραγωγική αλυσίδα και στην διασύνδεση αλληλοϋποστηριζόμενων επιχειρήσεων και παραγωγικών μονάδων με την μορφή δικτύου. Τα κύρια πεδία πραγμάτωσης της οικολογικής μετάβασης αποτελούν εκείνα της παραγωγής ενέργειας και της διατροφής: η παραγωγή ενέργειας θα πρέπει να βασίζεται κύρια στην αυτοπαραγωγή, ενώ το διατροφικό σύστημα στη προοδευτική του μετάλλαξη σε ένα ισορροπημένο, μη καταστροφικό, σύστημα θεμελιωμένο σε πραγματικότητες όπως οι Ομάδες Αγοράς, πέραν της λογικής του τομέα. Μέσω της δραστικής μείωσης του κόστους της ενεργειακής κατανάλωσης δημιουργούνται οι προϋποθέσεις της πραγματικής εγγύησης μιας άλλης γεωργικής πραγματικότητας με νέες ευκαιρίες εργασίας. 
Η οικολογική μετάβαση απαιτεί την άμεση διακοπή της κατανάλωσης εδάφους: τα μικρά η μεγάλα οικιστικά μας σύνολα διαθέτουν δομές σε θέση να ικανοποιήσουν κάθε ανάγκη κατοικίας και εμπορικής και παραγωγικής δραστηριότητας για τις προσεχείς δεκαετίες - πλεόνασμα κατοικιών, βιομηχανικών και άλλων χώρων κατάλληλων για εμπορικές δραστηριότητες. Επιπλέον, η επανάχρηση, η ανάπλαση και η ενεργειακή τους αναβάθμιση, θα δημιουργήσουν μία πλειάδα ευκαιριών εργασίας περιορίζοντας σημαντικά την επιχειρηματικότητα που τροφοδοτείται από την κατανάλωση χώρου. Η διακοπή της κατανάλωσης χώρου θα επιτρέψει την κατάρτιση εμπνευσμένων σχεδίων όσμωσης μεταξύ κατοικημένου και μη κατοικημένου χώρου, μεταξύ αγροτικής και κατοικημένης γης. Και ως προς αυτό υπάρχει μια πλειάδα εργαλείων, μηδαμινού κόστους, στην διάθεση της τοπικότητας και της πολιτικής αυτονομίας των κοινωνιών της, όπως οι αστικοί κήποι και οι πράσινες υποδομές, το σύστημα της παραγωγής εγγύτητας και οι μικρές παραγωγικές αλυσίδες. 
Η μη βιώσιμη κινητικότητα υποδηλώνει σαφώς ότι η εποχή της αυτοκίνησης έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της, ειδικά στον δυτικό κόσμο. Για την βιώσιμη κινητικότητα, τις πολύπλευρες διαστάσεις της αναφορικά με την οικολογία της κοινωνίας, του περιβάλλοντος και της οικονομίας, καθώς και την καταλυτική της συμβολή στην οικολογική μετάβαση έχουν γραφεί περισσότερο από πολλά: 
- Κοινωνική διάσταση: διασφάλιση οικονομικής ισοτιμίας, χρονικής αξιοπιστίας, ασφάλειας, ελευθερίας και ευελιξίας μετακίνησης, ισότιμα για όλα τα μέλη της κοινωνικής ομάδας που ενδιαφέρει. 
- Περιβαλλοντική διάσταση: διασφάλιση ισορροπίας μεταξύ ελευθερίας μετακίνησης και περιβαλλοντικής «υγείας» από όλες τις οπτικές που, άμεσα ή έμμεσα, την εγγυώνται - ενεργειακή εξοικονόμηση, εξοικονόμηση μη ανανεώσιμων πόρων, μείωση ατμοσφαιρικής ρύπανσης, συμβολή στην μείωση του φαινόμενου του θερμοκηπίου κ.λ.π. 
- Οικονομική διάσταση: απρόσκοπτη, συνεχής, διασφάλιση των παραπάνω.
Κάθε οικολογία της κίνησης, της μετακίνησης και των μεταφορών - από την σκοπιά της οικολογικής μετάβασης - προϋποθέτει την σύνταξη ενός μακρόπνοου προγράμματος, συνολικού σχεδιασμού, σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο. Ενός σχεδιασμού που θεμελιώνεται, αναγκαία, στην οργανική διασύνδεση δικτύων διαχωρισμού των τύπων κίνησης, στον οργανικό συγκερασμό της ελάχιστης δυνατής αυτοκίνησης και οικολογικών μέσων μαζικής μεταφοράς περισσότερων τύπων, δικτύων ad hoc πεζοδρόμησης, κυκλοφορίας ΑΜΕΑ, «έξυπνων» διαβάσεων διέλευσης πεζών, ποδηλατοδρόμων και διαδρομών διακίνησης εμπορευμάτων, περιφερειακών χώρων στάθμευσης και τρόπων διαχείρισης εισόδου στα οικιστικά σύνολα. 
Επιπλέον, ένα αποτελεσματικό σχέδιο δικτύων βιώσιμης κινητικότητας θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο υποστήριξης επιχειρήσεων καταδικασμένων στη πτώχευση. Οι πετρελαϊκές εταιρείες θα χάσουν μεν ένα σημαντικό μερίδιο των κερδών τους αλλά η ζημιά τους θα αποτελέσει κέρδος σε χρόνο και κόστος βιώσιμης κίνησης. 
Η οικολογική μετάβαση απαιτεί τον εφοδιασμό της διακυβέρνησης του χώρου με το θεμελιώδες εργαλείο της προαγωγής και προστασίας των κοινών αγαθών και ενός γνήσια συμμετοχικού ελέγχου της τοπικότητας, μακριά από κάθε ιδέα ιδιωτικοποίησης. Σε αυτή την κατεύθυνση απαιτείται ο μηδενισμός του χρέους των τοπικών αυτοδιοικήσεων και των επιχειρήσεων τους, παράλληλα με την δραστική μείωση του δημόσιου χρέους του κράτους και την δραστική επανεκτίμηση του κόστους της αυτοδιοίκησης. 
Από την άλλη πλευρά, είναι αδιανόητη η έξοδος από το χάος στο οποίο έσπρωξε ο φιλελευθερισμός την οικονομία του πλανήτη δίχως μια ριζοσπαστική επαναδιαστασιοποίηση της χρηματοπιστωτικής φούσκας που διαφεντεύει πλέον τις οικονομίες - εθνικές και παγκόσμια. Οικολογική μετάβαση σημαίνει ριζική επαναφορά του τραπεζικού συστήματος στον φυσικό του ρόλο, αυτού της κοινωνικής υπηρεσίας παροχής οικονομικής διευκόλυνσης, με την υποστήριξη της διάχυτης πραγμάτωσης εννοιών όπως η «ηθική τράπεζα» και το μικρο-δάνειο

Οικολογική μεταστροφή και πολιτική οικολογία

Η πολιτική οικολογία της οικολογικής μετάβασης της κοινωνίας και της οικονομίας, οφείλει να εστιάσει το σύνολο των διαστάσεων της κοινωνικής προβληματικής, από εκείνες της «ανάπτυξης» και των πολιτικών της κρίσης έως τις προβληματικές της κοινωνικής υποβάθμισης, της σχέσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με τις μορφές της άμεσης δημοκρατίας και των πλειοψηφικών εκλογικών συστημάτων, που εκμηδενίζουν την βαρύτητα της λαϊκής ψήφου που απαιτείται για την αυτονόμηση της πληροφόρησης από το κομματικό σύστημα. Η πολιτική οικολογία της οικολογικής μετάβασης οφείλει να οικοδομήσει μία άλλη οπτική, αντίθεσης στις λογικές της κάστας, της διαφθοράς, της μαφίας, η και της φοροδιαφυγής, στην κατεύθυνση της προστασίας της πολυπολιτισμικής κοινωνίας και της κοινωνικής ασφάλειας του πολίτη, της ελεύθερης επιλογής θρησκευτικής συνείδησης και του λαϊκού χαρακτήρα του κράτους, με χρήση μιας αυθεντικής ερμηνείας των γενικών αρχών του συντάγματος και μιας δημοκρατικής ομοσπονδιακής Ευρώπης.
Εκλογικά συστήματα όπως το πλειοψηφικό αποτελούν εμπόδιο σε κάθε αλλαγή και την ουσιαστική αιτία της δραματικής συρρίκνωσης της συμμετοχής και, εν τέλει, της δημοκρατίας μέσω εκβιαστικών ψευδοδιλλημάτων - σταθερή κυβέρνηση, χρήσιμη ψήφος, αναγκαιότητα του διπολισμού – που υποθάλπουν την χρόνια ακυβερνησία. Το πρόβλημα των πλειοψηφικών εκλογικών συστημάτων αποτελεί σημαντική παράμετρο στο πεδίο της άσκησης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε όλη την Ευρώπη δίχως την αποτελεσματική αντιμετώπιση του οποίου οι διακηρύξεις περί άμεσης δημοκρατίας χάνουν κάθε σημασία. 
Είναι εύλογο ότι όλα τα παραπάνω δεν έχουν την παραμικρή «γενετική» σχέση με τον ξεπερασμένο περιβαλλοντισμό και το συντριπτικό τμήμα των «πράσινων» κομματιδίων που πλαισίωσαν το πολιτικό σκηνικό από την δεκαετία του '80, ενώ είναι ουσιαστικά ξένα με τον πολύχρωμο κόσμο της νεο-κομμουνιστικής αριστεράς και με όλες τις εκδοχές της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Τα αγνόησαν συστηματικά όλοι τους ή γιατί προσπάθησαν να τα ερμηνεύσουν μέσω παρωχημένων ιδεολογιών, ή γιατί τα εγκατέλειψαν λόγω οπορτουνισμού ή ρεαλπολιτίκ.
Η πολιτική οικολογία δεν μπορεί να υιοθετήσει τον ρόλο του περιθωριακού συμπληρώματος της αριστεράς. Οφείλει να υιοθετήσει μια «ολοστρόγγυλη» οπτική της οικολογικής μετάβασης εγκαταλείποντας κάθε πρόταγμα και κάθε πρακτική των παλαιών, αναποτελεσματικών, πολιτικών και πολιτισμικών παραδειγμάτων και σχημάτων που γνώρισε ο περασμένος αιώνας. 
Τα δίκτυα και τα κινήματα για την αποανάπτυξη, για τα κοινά αγαθά και για την άμεση δημοκρατία εκφράζουν σήμερα τις πλησιέστερες οπτικές στην αιτούμενη αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος για μια πολιτική οικολογία αισιόδοξη και ελκυστική, προαπαιτούμενο για την απόκτηση νοήματος πέραν των συμβόλων του περιβαλλοντισμού της δεκαετίας του '80. Στο πέρασμα στο νέο πολιτισμικό παράδειγμα, ο χαρακτήρας και η ποιότητα των παραπάνω οπτικών υπόσχεται την προοδευτική προσχώρηση στην προσπάθεια μιας πλειάδας συλλογικοτήτων, παροπλισμένων και διασπασμένων στο πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Ως προς αυτό, απαιτείται η αναδιοργάνωση όλων των κοινωνικών ενεργειών με παρανομαστή το «Οικολογία, Δημοκρατία, Κοινωνική Δικαιοσύνη», παρανομαστή που οφείλει να αποτελέσει την αρχή αναφοράς για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνικής αυτοπεποίθησης. Μολονότι ο χρόνος της διαδικασίας περάσματος στο «νέο» τείνει να ολοκληρωθεί, το «νέο» έχει κάθε δίκαιο και ελπίδα να επικρατήσει σύντομα, εάν όχι αύριο το πρωί, αλλά ποτέ στον άπειρο χρόνο της ουτοπίας.

Γιώργος Δημητρίου