Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Γιατί να πιστέψουμε στην κοινωνική οικονομία;

 
του Νίκου Σαραντάκη

Το ερώτημα «γιατί να πιστέψουμε στην κοινωνική οικονομία» είναι εύλογο. Όπως εύλογη είναι και η καχυποψία με την οποία μεγάλη μερίδα της κοινωνίας αντιμετωπίζει όλο το φάσμα των οργανώσεων που θεωρητικά εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία, όπως Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, Συνεταιρισμοί, «Κοινωφελή και Φιλανθρωπικά Σωματεία» κλπ. Ο λόγος της καχυποψίας δεν είναι άλλος από τον τρόπο που διαχειρίστηκε το ελληνικό κράτος (αλλά δυστυχώς και συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες) το δημόσιο και κοινοτικό χρήμα, που κατά καιρούς προοριζόταν για την «Κοινωνία των Πολιτών» για τους Αγροτικούς και άλλους Συνεταιρισμούς, για τις διάφορες νεφελώδεις Μ.Κ.Ο. (που συχνά συντηρούνταν από «Ειδικούς Λογαριασμούς» του Κράτους), φτάνοντας στις μέρες μας στο «Πρόγραμμα Κοινωφελούς Εργασίας», που δυστυχώς φαίνεται να εξελίσσεται σε μία ακόμα χαμένη ευκαιρία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι δημόσιοι πόροι κατά κανόνα κατασπαταλήθηκαν είτε (στην καλύτερη περίπτωση) σε μία κακώς εννοούμενη επιδοματική πολιτική, είτε (στη χειρότερη περίπτωση) σε ύποπτες συναλλαγές με την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία. Δίκαια λοιπόν αναρωτιούνται πολλοί γιατί να συνεχίζει το κράτος να «ρίχνει λεφτά» σε μία ακόμα «μαύρη τρύπα», δίπλα στην μεγάλη τρύπα των ελλειμμάτων του δημοσίου. Και μαύρη τρύπα δεν σημαίνει τίποτα άλλο από χρήματα που χάνονται στις τσέπες κάποιων, χωρίς να ανταποδίδουν τίποτα απολύτως στην κοινωνία. 



Αντίστοιχα, συχνά ακούγεται η κριτική (συνήθως από την πλευρά της Αριστεράς) ότι η κοινωνική οικονομία είναι ένας εξωραϊσμός της κατάρρευσης του Κοινωνικού Κράτους, το οποίο επιδιώκει να μεταθέσει τις ευθύνες του για την παροχή βασικών κοινωνικών αγαθών, στους ίδιους τους πολίτες. Kάποιοι είμαστε αντίθετοι και στις δύο αυτές προσεγγίσεις, όχι γιατί δεν αναγνωρίζουμε τις συχνά υπαρκτές αδυναμίες του λεγόμενου τρίτου τομέα, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι σε αυτές υπάρχουν λύσεις και ότι δεν θα πρέπει να απαξιώνουμε με τέτοια ευκολία έναν τομέα που θα μπορούσε να προσφέρει πολλά και στη χώρα μας.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι τόσο στην Κεντρική Ευρώπη, όσο και στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, η κοινωνική οικονομία συνεισφέρει ήδη σημαντικά στην απασχόληση και στην ανάπτυξη: συνολικά στην Ε.Ε. η κοινωνική οικονομία σήμερα αντιπροσωπεύει το 10% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, απασχολεί περίπου 11 εκατομμύρια εργαζομένους, που αντιστοιχούν περίπου στο 5,9% της συνολικής απασχόλησης και το 6,7% της μισθωτής απασχόλησης. Ενδεικτικά, στην Ολλανδία το 13% της συνολικής επί πληρωμή απασχόλησης αντιστοιχεί στον «τρίτο τομέα», στην Ιρλανδία το 11,5%, στη Γαλλία και Γερμανία το 5% και στη Μ. Βρετανία το 4,5%. Αντίθετα στη χώρα μας η απασχόληση στον τρίτο τομέα αντιπροσωπεύει μόλις το 1,8% της συνολικής απασχόλησης και το 2,9% της μισθωτής εργασίας. Είναι ενδιαφέρον επίσης το γεγονός ότι σε χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου (που η παραγωγική τους βάση εμφανίζει - εν μέρει - ομοιότητες με αυτήν της Ελλάδας), η ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας ήταν ραγδαία κατά την δεκαετία μεταξύ 1990 και 2000, καθώς στην Ισπανία η αύξηση στον τρίτο τομέα ήταν της τάξης του 58%, ενώ στην Ιταλία ήταν της τάξης του 400%! [1]

Δεν αρκεί όμως να διαπιστώνουμε ότι υπολειπόμαστε σε αυτόν τον τομέα και ότι θεωρητικά υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξής του και στη χώρα μας, αλλά πολύ πιο σημαντικό είναι να δούμε που υστερούμε τόσα χρόνια και δεν καταφέραμε να πετύχουμε ανάλογα αποτελέσματα. Σαφώς και η κακοδιαχείριση του δημοσίου χρήματος, η διαφθορά και ο εθισμός σε μία σύγχιση της έννοιας της επένδυσης στο κοινωνικό κεφάλαιο και της έννοιας της «δημόσιας κατανάλωσης» έπαιξαν καίριο αρνητικό ρόλο. Μήπως λοιπόν θα πρέπει έστω και τώρα να θυμηθούμε τι είναι στην πραγματικότητα η κοινωνική οικονομία και γιατί μπόρεσε σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες να συμβάλλει δυναμικά στην απασχόληση, στους κοινωφελείς σκοπούς, αλλά και στην παραγωγική δραστηριότητα;


Τα βασικά χαρακτηριστικά της Κοινωνικής Οικονομίας είναι τα ακόλουθα:
1. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις θεσμικά εντάσσονται σε έναν ενδιάμεσο (μη κερδοσκοπικό) οικονομικό χώρο μεταξύ κράτους και κερδοσκοπικού ιδιωτικού τομέα. Προβλέπεται η περιορισμένη διανομή του τυχόν κέρδους στους εργαζόμενους και στους μετόχους (κατά βάση νομικά πρόσωπα), αλλά κύριος οικονομικός σκοπός είναι η αυτοσυντήρηση της δομής και η δημιουργία αποθεματικού.  
2. Στόχος τους είναι η παραγωγή προϊόντων και η παροχή υπηρεσιών με μία κοινωφελή διάσταση, αλλά πρωτίστως η πρόσβαση στην απασχόληση ανθρώπων που υφίστανται τον κοινωνικό αποκλεισμό, καθώς και η παροχή υπηρεσιών ευρύτερα στα μέλη της κοινότητας.
3. Προάγεται η αυτονομία στην διοίκηση και λειτουργία τους, καθώς και η δημοκρατική συμμετοχή των εργαζομένων-μελών στη λήψη των αποφάσεων.
4. Επιδιώκεται η αξιοποίηση της συνεργασίας και της εμπλοκής ευαισθητοποιημένων κοινωνικών ομάδων (π.χ. εθελοντισμός, συνέργειες με πολίτες, κλπ.), καθώς και η αξιοποίηση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης ορισμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Βλέπουμε λοιπόν ότι το μεγάλο στοίχημα της κοινωνικής οικονομίας είναι να μπορέσει να συνδυάσει τη λειτουργία μίας οικονομικής μονάδας που να μπορεί - τουλάχιστον εν μέρει - να αυτοσυντηρηθεί (μέσω των προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρει), αλλά και να συμβάλλει στην επίτευξη κοινωνικών σκοπών, εκεί που το κράτος αδυνατεί λόγω του δύσκαμπτου, συγκεντρωτικού και γραφειοκρατικού του χαρακτήρα. Αυτό ακριβώς το στοίχημα αναδεικνύει και τις θεμελιώδεις δυσκολίες του εγχειρήματος: Αφενός το πώς θα μπορέσει η κοινωνική επιχείρηση να παρέχει ποιοτικές και ανταγωνιστικές υπηρεσίες και προϊόντα προκειμένου να επιβιώσει (έστω και με την μερική υποστήριξη του κράτους), χωρίς να εγκαταλείψει τις κοινωνικές της δεσμεύσεις. Αφετέρου, το πώς θα μπορέσει να εντάξει τα μέλη της αρμονικά και δημιουργικά μέσα στη δομή της, μεριμνώντας ταυτόχρονα για τις ιδιαίτερες ανάγκες τους (όπως για παράδειγμα οι ΚοιΣΠΕ για τους ανθρώπους με ψυχιατρική εμπειρία).

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, η απάντηση πιστεύουμε ότι βρίσκεται στο γεγονός ότι η κοινωνική οικονομία έχει (ταυτόχρονα με τις αδυναμίες της) και συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως η δυνατότητά της να ενεργοποιήσει τη συμμετοχή των πολιτών στην υλοποίηση των στόχων της, να αξιοποιήσει την διάθεση εθελοντικής προσφοράς, να αξιώσει την προτίμηση των καταναλωτών λόγω του κοινωνικού της χαρακτήρα, ή και την υποστήριξη ιδιωτικών εταιρειών που πιστεύουν στην εταιρική κοινωνική ευθύνη, έστω και για λόγους δικής τους προβολής. Ένα παράδειγμα - προσφιλές σε εμάς τους Οικολόγους-Πράσινους - θα ήταν μία τοπική κοινωνική επιχείρηση κομποστοποίησης απορριμάτων, η οποία θα μπορούσε ταυτόχρονα να διεκδικήσει την εθελοντική συνεργασία των πολιτών (απαραίτητη εν προκειμένω), την υποστήριξη της δημοτικής αρχής (λόγω της αποσυμφόρησης στον όγκο των απορριμάτων που θα της προσέφερε), την επιχορήγηση τοπικών επιχειρήσεων που θα ήθελαν να προβάλλουν την κοινωνική-περιβαλλοντική τους ευαισθησία, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να απασχολεί αποφυλακισμένους ή πρώην χρήστες ναρκωτικών. 

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, η απάντηση δεν θα μπορούσε να είναι μία συγκεκριμένη «συνταγή», καθώς επαφίεται τόσο στην πίστη των μελών της κοινότητας στις δυνατότητές τους, αλλά και στην ευαισθησία και συνθετική γνώση των επαγγελματικών στελεχών της κάθε μονάδας. Επαφίεται όμως και στην ευαισθησία όλων μας να στηρίξουμε την επανένταξη κάποιων συμπολιτών μας, όχι στη βάση της ελεημοσύνης, αλλά της αλληλεγγύης και της πεποίθησης ότι οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να προσφέρουν κάτι σημαντικό στην κοινωνία, εκεί που το κράτος συνήθως αποτυγχάνει και η ιδιωτική επιχειρηματικότητα δεν αναμένει κανένα κέρδος. 

Θα ήταν ωστόσο αντιφατικό με τη φιλοσοφία της κοινωνικής οικονομίας να ζητούσαμε από το κράτος να «παρέμβει» και να δώσει αυτό όλες τις λύσεις στις ανωτέρω αδυναμίες. Μπορούμε ωστόσο να ζητήσουμε από την πολιτεία να προχωρήσει σε ένα πιο περιεκτικό θεσμικό πλαίσιο πέρα από το υπάρχον, αλλά και να τολμήσει μία στρατηγική ανάπτυξης του τομέα. 
1. Να θεσμοθετήσει θαραλλέα κίνητρα για την σύσταση κοινωνικών επιχειρήσεων και ιδίως σε τομείς που η χώρα μας χρειάζεται εναλλακτικούς τρόπους κάλυψης των αναγκών της (π.χ. αγροτική οικονομία, ανακύκλωση, φροντίδα ηλικιωμένων, κλπ.), 
2. Να κατοχυρώσει θεσμικά και ασφαλιστικά την εθελοντική εργασία και
3. Να διαθέσει τους κοινοτικούς και εθνικούς πόρους που προορίζονται για την Κοινωνία των Πολιτών στην πραγματική κοινωνική οικονομία, με όρους διαφάνειας και αξιοκρατίας, παράγοντας κοινωνικό κεφάλαιο και επενδύοντας επιτέλους στο μέλλον αυτής της χώρας.

[1] Βλέπε σχετικά στοιχεία στην Έκθεση του Υπουργείου Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης για το Νομοσχεδίο για την Κοινωνική Οικονομία καθώς και στην ιστοσελίδα  www.athina.org.gr   
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.