Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Το ζήτημα της Πολιτικής Οικολογίας στην Ιταλία και στην Ευρώπη - 1

 
του Μάρκο Μποάτο, ιστορικού στελέχους και πρώην γερουσιαστή των Ιταλών Πράσινων

Περισσότερο από δραματικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τα μηνύματα των τελευταίων ετών, τόσο στο πεδίο της οικονομίας όσο και σε εκείνο της πολιτικής και της κοινωνίας. Ακόμα και εκεί που τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν παραδοσιακά ισχυρά, όπως στην Σουηδία, στην Γερμανία ή και στην Γαλλία, η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας διαφαίνεται πλέον σαν μη αναστρέψιμη.

Διανύουμε μια ιστορική περίοδο μεγάλων δυσκολιών αλλά και μεγάλων αλλαγών τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Το πλαίσιο στο οποίο σκοπεύω να τοποθετήσω τις σκέψεις μου γύρω από την πολιτική οικολογία είναι εκείνο της μετάβασης από μια πλειοψηφία ευρωπαϊκών χωρών με κυβερνήσεις αριστεράς ή κεντροαριστεράς - σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, εργατικοί - σε μια συντριπτική πλειοψηφία που έχει σήμερα κυβερνήσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δεξιές ή κεντροδεξιές - συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, εθνικιστικές κ.ο.κ. Η Σουηδία που αποτελούσε κάποτε υπόδειγμα ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας κυβερνάται σήμερα από την δεξιά, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει το εύρος της μεταστροφής που ακολούθησε την πτώση του τείχους του Βερολίνου του 1989 αλλά και του φαινόμενου που, τα τελευταία δέκα χρόνια, αποκαλούμε λαϊκιστική δεξιά.


Ο λαϊκισμός στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες

Η λαϊκιστική δεξιά είχε απήχηση στην Ευρώπη καθόσον χρησιμοποίησε σαν αποκλειστική θεματολογία της την οικονομική κρίση, την ανεργία, την κρίση του κοινωνικού κράτους, την ανασφάλεια και τον φόβο των μεταναστών και της πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Πριν από λίγους μήνες ακόμη και η Μέρκελ διακήρυττε το τέλος της πολυπολιτισμικής κοινωνίας στην Γερμανία μολονότι δεν ανήκει στην λαϊκιστική δεξιά - είναι μεν συντηρητική αλλά έχει μια διαφορετική πολιτική κουλτούρα, χριστανοδημοκρατικού χαρακτήρα. Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον της μετάβασης από μια Ευρώπη κύρια σοσιαλδημοκρατική σε μια ως επί το πλείστον συντηρητική αν και ο όρος μοιάζει τουλάχιστον αδόκιμος: σε ορισμένες περιπτώσεις η κεντροδεξιά απέδειξε σαφή υπεροχή στο πεδίο του νεωτερισμού ως προς την αριστερά, συχνά οχυρωμένη σε συντηρητικές θέσεις όπως στην περίπτωση των προσεγγίσεων στην αγορά εργασίας και κοινωνικής ασφάλειας έτσι όπως κατακτήθηκαν κατά την μεταπολεμική περίοδο.

Σε αυτό το πλαίσιο θεωρώ ότι πρέπει να καταχωρηθεί και η ήττα του Μπάρακ Ομπάμα στις πρόσφατες εκλογές του Νοεμβρίου 2010. Ο Ομπάμα κέρδισε τις προεδρικές εκλογές σαν φορέας απρόσμενης ελπίδας και μοναδικός νεωτερισμός, πολιτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού χαρακτήρα. Βρέθηκε όμως σύντομα αναγκασμένος να διαχειριστεί την βαριά κληρονομιά των πολέμων του Τζορτζ Μπους και μια τρομακτική οικονομική κρίση η οποία ωρίμαζε από καιρό αλλά εκδηλώθηκε τα δυο πρώτα χρόνια της προεδρίας του. Η λαϊκιστική δεξιά - σε αυτή την περίπτωση ο κόσμος των tea party - στάθηκε καταλυτική στο πλαίσιο της ήττας του: ο όγκος των μετατοπίσεων από τους δημοκρατικούς στους ρεπουμπλικάνους ήταν ο μεγαλύτερος από το 1948. Αν δε αναλογιστούμε και το μέγεθος του ενθουσιασμού που συνόδεψε την εκλογή του Ομπάμα σε όλο τον κόσμο, η πρόσφατη κατάρρευση του αποκτά διαστάσεις που αφήνουν άφωνους.

Πολιτική Οικολογία πέραν του περιβαλλοντισμού

Πέραν των Ηνωμένων Πολιτειών, το μόνο στοιχείο νεωτερισμού, μεταστροφής ή και ελπίδας για το μέλλον, περισσότερο στην βόρεια Ευρώπη και λιγότερο στην νότια, έγκειται στην απρόσκοπτη, συνεχή, δημιουργία μιας πλειάδας διαφορετικών πολιτικών υποκειμένων, «πράσινων» και οικολογιστών, προσεταιρισμένων γύρω από τις θεματολογίες και τις προβληματικές της πολιτικής οικολογίας και της ωρίμανσης μιας νέας υποκειμενικότητας, πολιτικής, πολιτισμικής και κύρια ηθικής.

Πιστεύω ότι το φαινόμενο του πολιτικού οικολογισμού, που αναπτύχθηκε σοβαρά τα τελευταία χρόνια, σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο από τον παραδοσιακό περιβαλλοντισμό, εκπροσωπεί κάτι που αφορά συνολικά την πολιτισμική οικολογία, την οικολογία της σκέψης, την περιβαλλοντική οικολογία και την κοινωνική οικολογία, κάτι που δεν υπηρετεί μόνο την σημαντική αλλά ομολογουμένως περιοριστική οπτική του ιστορικού περιβαλλοντισμού όπως τον γνωρίσαμε έως πρόσφατα.

Πιστεύω ότι αυτή η νέα διάσταση του πολιτικού οικολογισμού ενσωματώνει την φιλοδοξία να μην καταστεί «ιδεολογία» αλλά μία άλλη, νεωτερική, πολιτισμική προσέγγιση και ένα άλλο, καινοτόμο, πολιτικό σχέδιο, συγκροτημένο στο μέτρο της αντιμετώπισης των βασικών αιτημάτων της σύγχρονης κοινωνίας, περιβαλλοντικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών αλλά και πρώτιστα ηθικών και θεσμικών. Γιατί υπάρχει και η οικολογία των θεσμών: προβληματικές όπως η συμμετοχή και η συμμετοχικότητα, η αντιπροσώπευση, η διαφάνεια και η εναντίωση στην παγίωση και στην διαιώνιση μιας πολιτικής κάστας, αποτελούν θεματολογίες της σαφώς ευρύτερης οπτικής του πολιτικού οικολογισμού.

Παρά ταύτα, η αναφορά στην πολιτική οικολογία παραπέμπει στην εμπειρία του Κον-Μπεντίτ και της «Europe Ecologie» στην Γαλλία. Στην Ιταλία το φαινόμενο εξελίσσεται αλλά διαθέτει ελάχιστη ορατότητα λόγω του σοβαρού ελλείμματος δημοκρατίας της πληροφόρησης. Αλλού, αυτό το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο εξελίσσεται τάχιστα όπως στην Λετονία, με τους οικολογιστές να κατακτούν το 19% των ψήφων στις βουλευτικές του 2010, ή στην Βραζιλία της Μαρίνας Σίλβα που κατέκτησε στις προεδρικές εκλογές της χώρας το 20%. Φυσικά, η επιτυχία της Σίλβα οφείλονταν κατά κύριο λόγο στην χαρισματική της προσωπικότητα και κατά δεύτερο στην απογοήτευση που προκάλεσε η κυβέρνηση Λούλα, της οποίας ήταν Υπουργός Περιβάλλοντος, στο πεδίο της αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών και οικολογικών προβλημάτων. Όχι τυχαία το 20% της Σίλβα πλαισιώνεται από ένα 5% των βραζιλιάνων «πράσινων».

Πράσινοι και οικολογιστές στην Ευρώπη

Πέραν της Γαλλίας του φανταστικού 16%, οι «πράσινοι» και οι οικολογιστές αποκόμισαν αυτά τα χρόνια μια σειρά από σημαντικές επιτυχίες σε όλη την κεντρική και βόρεια Ευρώπη με ποσοστά που υπερβαίνουν συχνά το 10%. Το είδαμε σε χώρες όπως η Αγγλία όπου το εκλογικό σύστημα καθιστά πρακτικά αδύνατη την εκλογή βουλευτών για ένα κόμμα μικρομεσαίο. Τώρα υπάρχει μια «πράσινη» στην Βουλή των Κοινοτήτων - η εκπρόσωπος τύπου τους Κάρολιν Λούκας, πρώην ευρωβουλευτής - εκλεγμένη στην μονοεδρική της περιφέρεια με περισσότερο από το 30% των ψήφων.

Σε χώρες όπως η Δανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και, κυρίως, η Γερμανία και η Αυστρία, οι «πράσινοι» κινούνται πλέον σε ποσοστά της τάξης του 10%. Στην Γερμανία αντιμετώπισαν τις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις - τις ευρωεκλογές και τις εκλογές για την Κάτω Βουλή - πετυχαίνοντας σε ορισμένες περιφέρειες ποσοστά μεγαλύτερα του 10%. Σε ορισμένες δε πόλεις κατόρθωσαν να κατακτήσουν την πλειοψηφία στις αυτοδιοικητικές εκλογές και τώρα κυβερνούν. Οι δημοσκοπήσεις τους δίνουν σήμερα ποσοστά μεταξύ 20-25%, δηλαδή υπερδιπλάσια από αυτά που κατέχουν, ενώ σε πόλεις όπως το Βερολίνο ακόμη και της τάξης του 40%, που αφήνουν ειλικρινά άναυδους.

Εξαίρεση του κανόνα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη αποτελεί η Γαλλία ίσως γιατί είναι χώρα περισσότερο μεσογειακή και χώρα της νότιας Ευρώπης όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία. Σε αυτές τις χώρες οι «πράσινοι» πάντα δυσκολεύτηκαν για να απογειωθούν, καθηλωμένοι συνήθως σε ποσοστά μεταξύ 2 και 3%. Εξαίρεση αποτελούν, παράδοξα, οι ιταλοί «Verdi» οι οποίοι στάθηκαν οι πρώτοι ευρωπαίοι «πράσινοι» που εισήλθαν σε κυβερνητικό σχηματισμό το 1996 με τον Πρόντι.

Ο ρόλος του Κον-Μπεντίτ και της «Europe Ecologie»

Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, ένας άνδρας με τεράστιο πολιτικό και πολιτισμικό κύρος, αποφάσισε να πειραματιστεί στο πεδίο των επιτυχιών των «πράσινων» της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης στην Γαλλία έχοντας σαν πρώτους αλλά όχι μοναδικούς συνομιλητές τους γάλλους «Verts», καθηλωμένους σε ένα 1.57% από τον καιρό των προεδρικών εκλογών του 2007 που κέρδισε ο Σαρκοζύ. Ο Κον-Μπεντίτ κατόρθωσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις ανάλογες με εκείνες της περίπτωσης της βραζιλιάνας Σίλβα με την διαφορά ότι γύρω από αυτόν και από την σύναξη της «Europe Ecologie» πέτυχε να προσελκύσει τις πιο διαφορετικές συνιστώσες του γαλλικού πολιτικού οικολογισμού με την έννοια που απέδωσα στον όρο στην αρχή του παρόντος: περιβαλλοντική οικολογία, κοινωνική οικολογία, πολιτισμική οικολογία και οικολογία της σκέψης, αστική οικολογία, πολιτική οικολογία, οικολογία των θεσμών κ.λ.π.

Σήμερα ο Κον-Μπεντίτ δεν είναι πια «ο εξτρεμιστής» αλλά ένας ρεφορμιστής, ένας νεωτεριστής και καινοτόμος πολιτικός με κουλτούρα διακυβέρνησης, ένας που αποδεικνύει μέρα με την ημέρα μια μεγάλη ικανότητα ανίχνευσης του κοινωνικού δράματος που διατρέχει την Ευρώπη. Είναι ένας που κατόρθωσε να προσεταιρίσει τον Μποβέ - κινηματικό, φονταμενταλιστή αλλά αυθεντικό, δεμένο με τις αγροτικές προβληματικές, τα μεταλλαγμένα, τις βιο-καλλιέργειες και τον αγώνα κατά των πολυεθνικών - τον ιδρυτή της γαλλικής Γκρινπίς, την Εύα Ζολί - πρώην δικαστή και τώρα πιθανή υποψήφια στις προεδρικές του 2012 - και τις διάφορες και διαφορετικές «ψυχές» του γαλλικού οικολογισμού, οι οποίες παρέμεναν έως σήμερα μακριά από του γάλλους «Verts».

Ο Κον-Μπεντίτ είναι και ο ίδιος «πράσινος» και για τρίτη φορά συμπρόεδρος των «πράσινων» στο Ευρωκοινοβούλιο. Δεν ανέλαβε την πρωτοβουλία ρήξης με το παρελθόν των «πράσινων» «απέξω» αλλά «από μέσα», κατορθώνοντας να θέσει σε αμφισβήτηση τον υπερβολικό μειοψηφισμό, την υπερβολική εσωστρέφεια των γάλλων «Verts», καταρρακωμένων από τις κλασσικές τριβές που διακρίνουν τα μικρά κόμματα, για να αρθρώσει το οριζόντιο δίκτυο της «Europe Ecologie», μιας νέας οπτικής της πολιτικής οικολογίας που αφήνει πίσω της τον παλαιό, παραδοσιακό, περιβαλλοντισμό. Δεν τον αρνείται αλλά τον ιδιοποιείται σε επίπεδο περιεχομένου για να τον υπερβεί μέσω μιας γενναίας οπτικής πολιτικού οικολογισμού, γνήσια ευρωπαικής, σε μια Γαλλία που στάθηκε υπεύθυνη της καταβαράθρωσης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος.

Μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2010 πραγματοποιήθηκαν στην Γαλλία μια σειρά από περιφερειακά και εθνικά συνέδρια με στόχο την διαμόρφωση της πολιτικο-οργανωτικής δομής της «Europe Ecologie - Les Verts», έως τότε απλής εκλογικής συμμαχίας γύρω από ένα κοινό προγραμματικό σχέδιο. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι παράλληλα με την υπέρογκη προσπάθεια που απαιτεί ένας πειραματισμός τόσο καινοτομικός - τις ευρωεκλογές ακολούθησαν οι γαλλικές αυτοδιοικητικές με ανάλογη επιτυχία - ο Κον-Μπεντίτ κατόρθωσε να συγγράψει και να δημοσιεύσει την ίδια περίοδο και δύο δοκίμια πολιτικού στοχασμού, ερέθισμα πολιτικού διάλογου και πολιτικής αντιπαράθεσης.

Το τέλος της σοσιαλδημοκρατίας

Στην εκπληκτική επιτυχία του γαλλικού πειράματος συνέβαλλε σίγουρα το γεγονός ότι αυτή η νέα οπτική του οικολογισμού αξιολογήθηκε από πολλούς σαν καταλυτική υπέρβαση τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς. Σε αυτό το σημείο οφείλω να υπενθυμίσω ότι μια παρόμοια αξιολόγηση απετέλεσε και την αιτία γένεσης του πολιτικού οικολογισμού στην Ιταλία. «Ενθύμιο» της περιόδου είναι και η φράση «ούτε δεξιά, ούτε αριστερά αλλά μπροστά» η οποία ανακυκλώνεται συχνά και αποδίδεται λανθασμένα στον Αλεξάντερ Λάνγκερ. Η ουσία του όλου φαινόμενου έγκειται στο ότι το οικολογικό ζήτημα - κάτι πολύ πιο πολύπλοκο, πολύ πιο ευρύ και περισσότερο πολυδιάστατο από το απλό περιβαλλοντικό ζήτημα - αποτελεί ένα πολιτικο-πολιτισμικό άξονα ο οποίος κινείται πέραν των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων που είδαν το φως στα τέλη του 18ου αιώνα για να επιβεβαιώσει μια έμφυτη κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική διαγωνιότητα πλάι σε μια πρωτόγνωρη ικανότητα συσχετισμού με όλη την κοινωνία.

Οι παραδοσιακές ιδεολογίες έχουν φθάσει από καιρό σε ουσιαστικά αδιέξοδα. Μαζί και η σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση η οποία, αναμφίβολα, έχει την ιστορική της αξία. Ο άγγλο-γερμανός κοινωνιολόγος και πολιτικολόγος Ραλφ Ντάρεντορφ το είχε επισημάνει πριν από 30 περίπου χρόνια σε ένα του δοκίμιο με τίτλο «Το τέλος του σοσιαλδημοκρατικού αιώνα». Το σοσιαλδημοκρατικό φαινόμενο άρχισε να εξαντλεί οριστικά την δυναμική του γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Και όπως συμβαίνει πάντα, τα φαινόμενα αυτού του τύπου γίνονται μεν αντιληπτά και ερμηνεύονται έγκαιρα από τους περισσότερο διορατικούς και οξυδερκείς αλλά απαιτούν δεκαετίες για να αφήσουν να διαφανεί πλήρως η αντιστοιχία τους με τις πολιτικο-ιστορικές συγκυρίες. Όχι τυχαία, οι εκτιμήσεις του Ντάρεντορφ ορθώνονταν στην εποχή της σοσιαλδημοκρατικής αυτοκρατορίας στα τρία τέταρτα της Ευρώπης. Σήμερα τα τρία τέταρτα της Ευρώπης κυβερνώνται από το κέντρο και την κεντροδεξιά.

Για καιρό πιστεύονταν ότι η πτώση του τείχους του Βερολίνου του 1989 θα άνοιγε τον δρόμο στην σοσιαλδημοκρατία αλλά, αντίθετα, φαίνεται ότι το τείχος έπεσε επάνω της. Ίσως γιατί δεν είχε κάνει καλούς λογαριασμούς με την ιστορία της και με τις διαδικασίες των βαθιών μεταλλαγών που δρομολόγησε η κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνιστικού συστήματος. Από κοινωνικής και αυτοδιοικητικής σκοπιάς, στην Ιταλία η σοσιαλδημοκρατία εκπροσωπήθηκε στην πραγματικότητα από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Και μολονότι το κόμμα άλλαξε πολλές φορές όνομα, τα στελέχη του δεν κατάφεραν ποτέ να αναμετρηθούν με την ιστορία του εισπράττοντας τις ιστορικές επιπτώσεις της κατάρρευσης που είναι ακόμη έντονα ορατές. 

γδ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.