Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Για ποια Περιφέρεια; - 1



Σύντομη διαδρομή της μετεξέλιξης της σύγχρονης Περιφέρειας από παρασιτική προέκταση της κρατικής διοίκησης σε αυτόνομη διοικητική και πολιτική οντότητα, στο δρόμο της υιοθέτησης των πολιτικών της αειφορίας και της Οικολογικής Μετάβασης

του Γιώργου Δημητρίου
Dr. Αρχιτέκτονα
Μέλους της Ομάδας Οικολογικού Ακτιβισμού
«Πράσινοι Γρύλοι» *
Έπρεπε να περάσουν αρκετοί αιώνες, μετά την πρώτη λειτουργική διάρθρωση του χώρου σε Περιφέρειες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για να κατακτήσει η προβληματική αυτού του τύπου μια θέση στην ατζέντα του πολιτικού διαλόγου. Μολονότι η έννοια της Περιφέρειας απαριθμεί αναφορές σε κείμενα και πραγματείες από το τέλος του μεσαίωνα, οι σχετικές προσεγγίσεις στάθηκαν φιλολογικού τύπου, με τη μορφή αφήγησης της πολυδιάστατης πραγματικότητας του χώρου σε συνεχή ροή, βάσει ιστορικών και γεωγραφικών χαρακτηριστικών. Ο διάλογος γύρω από τον ορισμό της, ως επί το πλείστον στο πεδίο της γεωγραφίας, εκκινεί μεταξύ του δεύτερου ήμισυ του 19ου αιώνα και το τέλος του μεσοπολέμου και αρχίζει να προσλαμβάνει πολιτικά χαρακτηριστικά και τη πολιτική και θεσμική μορφή του – έτσι όπως τον γνωρίζουμε σήμερα – μετά το τέλος του τελευταίου πολέμου.

Πάρα το γεγονός ότι αντιμετωπίστηκε από πολλές πλευρές και πολλαπλές οπτικές γωνίες, η έννοια της Περιφέρειας δεν κατόρθωσε να αποτυπωθεί σε μία «περιφερειακή» διάρθρωση ώριμης ανάγνωσης του χώρου, έως τις αρχές της δεκαετίες του ’70 του 20ου αιώνα, καθόσον «είχε αντιμετωπιστεί συστηματικά στο πεδίο της ταύτισης της χωρικής ταυτότητας με την διάσταση του ενιαίου – και αδιαίρετου – κράτους-έθνους». ». Με την κλίμακα του κράτους-έθνους να επισκιάζει τις τοπικές πραγματικότητες και τις χωρικές αναπαραστάσεις από μέρους των «ειδικών», παρεμποδίστηκε για δεκαετίες η μετεξέλιξη της κρατικής δομής στην κατεύθυνση της περιφεριακότητας, η ουσιαστική ανάδειξη των αρετών της - ως ad hoc σύνθεση χωρικώνκοινωνικώνοικονομικώνπολιτισμικών και περιβαλλοντικών χαρακτήρων - και, επακόλουθα, η πρωταρχική ανάγκη πολιτικής αυτονομίας της τοπικότητας.


Μεταξύ συγκεντρωτικών οπτικών - υπέρ της κράτους - και προσεγγίσεων αυτονομιστικού τύπου, η έννοια της Περιφέρειας μετασχηματίζεται γοργά από τα μέσα τις αρχές της δεκαετίας του ’70 για να αναδείξει την περιφερειακή διάρθρωση του χώρου ως πόλο μαγνητισμού ενεργειών και δημιουργίας δυναμικών πεδίων. Αρχίζει να αποκτά τα χαρακτηριστικά «ιδέας που δεν βασίζεται πια σε περιβαλλοντικές ανομοιότητες, βάσει της όποιας οικονομικής ή πολιτισμικής συνοχής, αλλά στις σχέσεις που δημιουργούν τους οικιστικούς ιστούς, με λίγα λόγια σε ένα σύστημα οικιστικών κόμβων σε διάδραση μέσω συνεχών ροών, που διαχειρίζεται χωρικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές και περιβαλλοντικές προβληματικές που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το κέντρο». Είναι η περίοδος που η έννοια της Περιφέρειας αρχίζει να προβάλλεται σε σειρά συνολικών σχεδίων, συνταγματικού χαρακτήρα, με στόχο την μεταρρύθμιση του κράτους στο πεδίο της περιφεριακότητας, ως «βάσης της κρατικής δομής και χωρικής αποτύπωσης του συλλογικού συμφέροντος… προϊόντος του ανθρώπινου αποτυπώματος στο φυσικό περιβάλλον και χώρος που προκύπτει από την οργανική διάδραση φυσικών περιοχών, με στόχο την προαγωγή ζωντανών οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και πολιτικών σχέσεων».


Η έννοια της Περιφέρειας εκφεύγει πλέον της κουλτούρας της ομοιομορφίας και προσλαμβάνει τις διαστάσεις της τοπικής ταυτότητας και διαφορετικότητας, της τοπικής ιδιομορφίας και της διαφοροποίησης κέντρου-περιφέρειας, της πολυχρωμίας των οικονομικώνκοινωνικών και περιβαλλοντικών διαφοροποιήσεων και της πολύμορφης και πολυκεντρικής δομής της σχέσης κέντρου-περιφέρειας-περιφερειών, βάσει των αρχών της επικουρικότητας και της αυτό-βιωσιμότητας. Παράλληλα, στο περιθώριο του θεσμικού και δημόσιου διαλόγου, αναπτύσσεται η προβληματική του περιφερισμού, πολιτική οπτική, τάση και κίνημα, που ανάγει τις ρίζες του στις προσεγγίσεις περί φεντεραλισμού – ομοσπονδισμού του δεύτερου ήμισυ του 19ου αιώνα και αιτεί την πολιτική και νομοθετική αυτονομία της Περιφέρειας, ως καλύτερο δυνατό τρόπο ανταπόκρισης στις πραγματικές ανάγκες των οικονομικώνκοινωνικών και περιβαλλοντικών ιδιαιτεροτήτων της τοπικότητας, στο πλαίσιο μιας δημοκρατικότερης και καλύτερα διαρθρωμένης κρατικής δομής.

Με την είσοδο στον 21ο αιώνα οι έννοιες της Περιφέρειας και της περιφερειακότητας προβάλλονται στο επίκεντρο μιας γιγαντιαίας διαδικασίας συνειδητοποίησης του ρόλου τους από μέρους της πολιτικής και του αισθήματος περιφερειακής ταυτότητας του πολίτη. Το κράτος παύει να αποτελεί το «κράτος-φύλακα» για να μετασχηματιστεί σε «λειτουργικό κράτος» και, μέσω της αρχής της επικουρικότητας, «από περιέχον όλες τις άλλες λειτουργίες του σε μία από αυτές τις λειτουργίες». Η ελευθερία προγραμματισμού των πολιτικών της κάθε περιφέρειας από μέρους της ίδιας της περιφέρειας, η δικαιοδοσία νομοθεσίας και η οικονομική αυτονομία – εσόδων και εξόδων – έτσι ώστε η οικονομία να αντιστοιχεί στην διαφορετικότητα της φύσης και του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους, αποτέλεσαν την κορωνίδα και την καταληκτική «κατάκτηση» μίας μακράς διαδικασίας πολιτικού διαλόγου, μεταξύ κεντρωτισμούαποκέντρωσης και αυτονομισμού, που ανέδειξε το συγκεντρωτικό κρατικό μοντέλο ως παρωχημένο και ανέδειξε το μέλλον στην αναδιατύπωση του πολυεπίπεδου πολυκεντρισμού του κράτους βάσει των ιδιαιτεροτήτων της τοπικότητας.

Η νέα αρχιτεκτονική της περιφερειακότητας - χάριν και της συνεισφοράς των προσεγγίσεων του περιφερισμού, του τοπικισμού και, επακόλουθα, της βαθιάς αντι-παγκοσμιοποίησης - αρχίζει να κλείνει οριστικά τον «κύκλο» του Μπάρυ Κόμονερ, «τον κύκλο των κύκλων της φύσης εντός των ορίων της κοινότητας». Η φύση της νέας αρχιτεκτονικής της Περιφέρειας την οδηγεί, αναπόφευκτα, στο πεδίο των επιλογών της αειφορίας και της βιωσιμότητας, των πολιτικών της κλίμακας, της εγγύτητας, της επάρκειας και της αποδοτικότητας και, ως εκ τούτου, στην κατεύθυνση της Οικολογικής Μετάβασης και ενός οικολογικά «ολοκληρωμένου» μοντέλου τοπικής αυτοδιοίκησης, αυτόνομου και «οικονομικού», αλληλέγγυουσυμμετοχικού, και εν δυνάμει αυτό-βιώσιμου. «Οι απαιτήσεις μιας ανάπτυξης που δεν θα υπονομεύει τις περιβαλλοντικές ισορροπίες επιβάλλουν την άσκηση των πολιτικών στην κλίμακα των Περιφερειών, ως πεδίων δυνατής ταύτισης οικοσυστημάτων και κοινοτήτων, και όχι στην «τεχνητή» κλίμακα των κρατών-εθνών», σημειώνει σημαντικός θεωρητικός της «Αυτονομίας ως οικολογικής ανάγκης».

Η βαθιά συνειδητοποίηση της ταχείας περιβαλλοντικής υποβάθμισης από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο πυκνός και γόνιμος διάλογος που επακολούθησε, η επακόλουθη ανάδειξη του πολύπλευρου οικολογικού ζητήματος, ως θεμελιώδους προβλήματος της ανθρωπότητας και προϊόντος ενός παρωχημένου μοντέλου οικονομικώνκοινωνικών και περιβαλλοντικών πολιτικών - παραγωγής και κατανάλωσης, διαβίωσης και οργάνωσης της κοινωνίας – όπως και η απορρέουσα ανάγκη αλλαγής πολιτισμικού παραδείγματος, προβλήθηκαν άμεσα στην κλίμακα της τοπικότητας, του Δήμου και της Περιφέρειας, με λίγα λόγια στο επίπεδο όπου γίνονται άμεσα αισθητές και είναι ανθρωπολογικά διαχειρίσιμεςΤο «Σκέψου παγκόσμια, δράσε τοπικά» αποτέλεσε, όχι τυχαία, το σύνθημα και το μότο του νέου παραδείγματος. Η τριπλή, οικονομικήκοινωνική αι περιβαλλοντική κρίση, που θα προκύψει κοντά στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, θα βρει την πλειοψηφία των Περιφερειών της δυτικής Ευρώπης σχεδόν «θωρακισμένες», ήδη στον δρόμο της Οικολογικής Μετάβασης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.