Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Γιόζεφ Στίγκλιτς : Είναι δυνατή η διάσωση του ευρώ;



Από : επιθ. «ΜίκροΜέγκα», 16 Ιουνίου 2018

Δεν θα αποτελούσε παράδοξο μία νέα κρίση του ευρώ. Η Ιταλία - τρίτη οικονομική δύναμη της ευρωζώνης - διάλεξε μια κυβέρνηση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ευρω-σκεπτικιστική, πράγμα που δεν πρέπει να εκπλήσσει. Η ιταλική αντίδραση αποτελεί ένα ακόμη προβλεπόμενο επεισόδιο του πολυετούς δράματος μιας κακοσχεδιασμένης συμφωνίας, με την Γερμανία να εμποδίζει όλες τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και να επιμένει σε πολιτικές που επιδεινώνουν τα προβλήματα στο πλαίσιο μιας ρητορικής που φαίνεται να χρησιμοποιείται με στόχο την πρόκληση αντιδράσεων.

Η Ιταλία άρχισε να πηγαίνει άσχημα με την είσοδο στο ευρώ. Το πραγματικό ΑΕΠ της – προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό – το 2016 ήταν το ίδιο με εκείνο του 2011. Ούτε και η ευρωζώνη όμως τα πήγε καλύτερα. Από το 2008 έως το 2016 το συνολικό πραγματικό ΑΕΠ της αυξήθηκε μόλις κατά 3%. Έτσι, ενώ το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν μόλις κατά 13% μεγαλύτερο εκείνου της ευρωζώνης το 2000 - ένα χρόνο μετά την υιοθέτηση του ευρώ – έφθασε να το υπερβαίνει το 2016 κατά 26%. Μετά δε από μία πραγματική αύξηση της τάξης του 2,4% κατά το 2017 – μη αρκετού για να εξισορροπήσει τις ζημιές της προηγούμενης δεκαετίας - η οικονομία της ευρωζώνης φαίνεται να μπαίνει σε νέες περιπέτειες.

Εάν μία χώρα δεν πηγαίνει καλά φταίει η χώρα, εάν πολλές χώρες δεν πάνε καλά το φταίξιμο είναι του συστήματος. Όπως έγραψα στο βιβλίο μου «Το ευρώ : πως το κοινό νόμισμα απειλεί το μέλλον της Ευρώπης», το «σύστημα ευρώ» έχει σχεδιαστεί ουσιαστικά για να αποτύχει. Αφαίρεσε από τις κυβερνήσεις την διαχείριση των βασικών μηχανισμών προσαρμογής – επιτόκια και συναλλαγματικές ισοτιμίες – και αντί να δημιουργήσει νέες θεσμικές δομές, σε στήριξη των χωρών που βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν πολυποίκιλες καταστάσεις, επέβαλλε περιορισμούς βασισμένους σε ξεπερασμένες πολιτικές και οικονομικές οπτικές γύρω από το έλλειμμα, το χρέος και τις διαρθρωτικές πολιτικές. Υποτίθεται ότι το ευρώ θα έφερνε διάχυτη ευημερία που θα αύξανε την αλληλεγγύη και θα ενίσχυε τον στόχο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στην πραγματικότητα έδρασε αντίθετα επιβραδύνοντας κάθε ανάπτυξη και διασπείροντας διχόνοια.

Το βασικό πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη ιδεών γύρω από το «πως» θα προχωρήσουμε. Σε δύο ομιλίες του στην Σορβόννη - τον περασμένο Σεπτέμβριο και τον Μάιο, όταν του απονεμήθηκε το βραβείο «Καρλομάγνος» για την ευρωπαϊκή ενότητα - ο Μακρόν σκιαγράφησε μία εξαιρετικά ευοίωνη προοπτική για την Ευρώπη. Αμέσως μετά η Μέρκελ πάγωσε τις προτάσεις του υποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, ένα γελοίο πακέτο επενδύσεων σε περιοχές που, αντίθετα, έχουν σημαντικές ανάγκες.

Στο βιβλίο μου τόνιζα την επείγουσα ανάγκη για ένα κοινό σύστημα ασφάλισης των τραπεζικών καταθέσεων, έτσι ώστε να αποφευχθεί η κούρσα στα ταμεία σε περίπτωση ανάγκης στις ασθενέστερες χώρες. Η Γερμανία φάνηκε να αναγνωρίζει την ανάγκη μιας τραπεζικής ένωσης αλλά δεν κατέθεσε ποτέ μια οποιαδήποτε πρόταση. Απ’ότι φαίνεται η τραπεζική ένωση αποτελεί μεταρρύθμιση που θα τεθεί στο τραπέζι σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή του μέλλοντος, ανεξάρτητα από τις ζημιές που προκαλεί η έλλειψη της.

Το κύριο πρόβλημα σε μία νομισματική ζώνη είναι η συνεχής ευθυγράμμιση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η Γερμανία τείνει να αφήνει την αντιμετώπιση του προβλήματος στις ασθενέστερες χώρες που υποφέρουν από υψηλή ανεργία και χαμηλή ανάπτυξη με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η κατάσταση τους με επιπλέον ανεργία, επιπλέον μείωση της ανάπτυξης, περισσότερο πόνο και περισσότερα βάσανα. Έτσι, ακόμα και εάν πετύχουν κάποια στιγμή την απαρχή κάποιου βαθμού ανάπτυξης, το ΑΕΠ τους δεν θα φθάσει ποτέ στα επίπεδα που θα έφθανε μέσω της υιοθέτησης μιας άλλης στρατηγικής. Η εναλλακτική είναι η μετατόπιση του βάρους της ευθυγράμμισης στις ισχυρότερες χώρες μέσω υψηλότερων μισθών και ισχυρότερης ζήτησης υποστηριζόμενης από προγράμματα δημόσιων επενδύσεων.

Είδαμε την πρώτη και την δεύτερη πράξη αυτής της τραγωδίας πολλές φορές. Εκλέγεται μια κυβέρνηση που υπόσχεται να διαπραγματευθεί καλύτερα με τους Γερμανούς το τέλος της λιτότητας και να προχωρήσει στον σχεδιασμό ενός προγράμματος λογικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ακόμα και εάν οι Γερμανοί συναινούσαν στο ελάχιστο σε αυτή την προσπάθεια, η όλη κατάσταση δεν θα συνέβαλε μεν στην αλλαγή των βασικών οικονομικών στοιχείων, αλλά θα βοηθούσε. Αυτό όμως δεν γίνεται και όλες οι κυβερνήσεις, από την κεντροδεξιά έως την κεντροαριστερά, που υποδεικνύουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, υποχρεώνονται σε παράλυση και παραίτηση, αυξάνουν τα αντι-γερμανικά συναισθήματα, ενισχύονται τα αντισυστημικά κόμματα και η όλη κατάσταση βαλτώνει επικίνδυνα.

Σε όλη την ευρωζώνη οι πολιτικοί ηγέτες οδηγούν σε μία κατάσταση παράλυσης: η κοινωνία των πολιτών επιθυμεί μεν να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά θέλει να τελειώνει με την λιτότητα και να επανέλθει στην εποχή της ευημερίας. Της λένε ότι δεν γίνονται και τα δύο μαζί. Έτσι, με την ελπίδα μιας αλλαγής στάσης από μέρους της Βόρειας Ευρώπης, οι κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπακούουν ενώ τα βάσανα των κοινωνιών τους αυξάνουν διαρκώς. Εξαίρεση αποτελεί η σοσιαλιστική κυβέρνηση του πορτογάλου Αντόνιο Κόστα. Ο Κόστα κατόρθωσε να επαναφέρει τη χώρα του στον δρόμο της ανάπτυξης - 2,7% το 2017 – και να πετύχει ένα υψηλό βαθμό δημοτικότητας (τον Απρίλιο 2018, το 44% των πορτογάλων θεωρούσε ότι η κυβέρνηση τα πήγαινε πολύ καλύτερα από τα αναμενόμενα).


Η Ιταλία θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση αλλά με διαφορετικό τρόπο γιατί η αντίθεση στο ευρώ απαντάται και στην αριστερά και στην δεξιά. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι, με το ακροδεξιό κόμμα του έμπειρου πολιτικού Ματέο Σαλβίνι στην εξουσία, η Ιταλία θα μπορούσε να αναδειχθεί σε μία πραγματική απειλή για το ευρώ την στιγμή που, σε άλλους τόπους, οι διάφοροι ερασιτέχνες της πολιτικής φοβήθηκαν να το δείξουν. Η Ιταλία είναι αρκετά σημαντική και διαθέτει αρκετούς ικανούς και δημιουργικούς οικονομολόγους για διαχειριστεί μία ουσιαστική έξοδο από το ευρώ, με την θεσμοθέτηση ενός διπλού ευέλικτου νομίσματος που θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποκατάσταση της ευημερίας. Αυτό, φυσικά, θα παραβίαζε τους κανόνες του ευρώ αλλά η ευθύνη της «de jure» εξόδου και όλων των συνεπειών της θα επιρρίπτονταν στις Βρυξέλλες και στην Φραγκφούρτη, με την Ιταλία να διαχειρίζεται την παράλυση της ΕΕ. αποφεύγοντας την οριστική ρήξη και αποτέλεσμα τον θρυμματισμό της ευρωζώνης.

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι απαραίτητο να φθάσουμε σε αυτό το σημείο. Η Γερμανία και οι λοιπές βορειο-ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να σώσουν το ευρώ επιδεικνύοντας μεγαλύτερη ευελιξία και σαφώς μεγαλύτερη ανθρωπιά. Έχοντας όμως ήδη δει επανειλημμένα τις πρώτες πράξεις αυτής της τραγωδίας δεν νομίζω ότι η πλοκή του έργου μπορεί να αλλάξει.

Επιμέλεια
Γιώργος Δημητρίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.