«Θα βαδίσουμε προς το λαό… Θα πραγματώσουμε
τον οικονομικό πολιτισμό μας, μακριά από τις μονοπωλιακές παρεκτροπές του
μπολσεβικισμού και τις ανεπάρκειες της φιλελεύθερης οικονομίας… αλλά θα τσακίσουμε
και κάθε προσπάθεια διακοπής αυτής της άμεσης επαφής με τον λαό από συμφέροντα
ατόμων ή ομάδων…», δήλωνε το 1931 ο Μουσολίνι εν μέσω παραληρηματικών ζητωκραυγών.
Λαϊκισμός είναι η τάση ενός
πολιτικού υποκείμενου να απευθύνεται κατευθείαν σε ένα αόριστο «λαό», τον οποίο θεωρεί φορέα θετικών
αξιών, σε αντίθεση με μία αόριστη ελίτ - οι «πολιτικοί», οικονομικές ελίτ, οι «αριστερές»,
ή και οι «δεξιές» - που θεωρεί φορέα αρνητικών αξιών. Από την σκοπιά του λαϊκιστή, ο «λαός» εκπροσωπεί όποιον συμφωνεί με τις «ιδέες» του, όποιον τις επικροτεί
και, φυσικά, όποιον δεν τις αμφισβητεί. Πέραν του «λαού» αυτοπροσδιορίζεται όποιος διαφωνεί με αυτές, όποιος τις αμφισβητεί
ή και τις παραχαράσσει, κινούμενος σαφώς από υποτιθέμενες κακοήθεις προθέσεις.
Ο λαϊκισμός θεμελιώνεται στην ανύψωση του
«λαού» σε θεματοφύλακα αδιάφθορων,
θετικών, αξιών σύμφωνα με μια μη κοινωνιολογική προσέγγιση της έννοιας, ενός «λαού» αταξικού, εικόνα ομιχλώδη,
μυθική και συναισθηματική. Ο «λαός»,
στην λαϊκιστική οπτική, ανάγεται σε
μια μεγάλη, μονοσήμαντη, γρανιτική, μάζα, με αιτήματα και προσδοκίες
τουλάχιστον ομοιογενή και ο λαϊκιστής
σε ερμηνευτή της σκέψης, των παθών και των οραμάτων του, στα οποία δεν δύναται
να αντιπαρατεθεί τίποτα. Με λίγα λόγια, η ύπαρξη του λαϊκισμού και των λαϊκιστών
προϋποθέτουν την αναπαράσταση του «λαού»
με την μορφή πάγιου μοντέλου (Αζορ Ρόζα
1988).
«Αυτό το οποίο συνενώνει στην ουσία τους λαϊκιστές»,
έγραφε ο Γιαν-Βέρνερ Μίλερ, καθηγητής
Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο
Πρίνστον, «είναι η εικόνα ενός εξιδανικευμένου λαού, ενός λαού ηθικά αμόλυντου, ο
οποίος πλήττεται διαρκώς από ξένα σώματα. Από την μια μεριά πλήττεται από τα
ξένα σώματα διεφθαρμένων ελίτ, ξένων προς το κοινό αίσθημα των πολιτών και από
την άλλη από τα πραγματικά ξένα σώματα στο σώμα του λαού, όπως οι μειονότητες, εθνικές,
θρησκευτικές είτε και ιδεών.»
Ο λαϊκισμός τείνει στην υπεραπλούστευση
του πολιτικού χώρου, στην εξαΰλωση της πολυπλοκότητας των διαφορών και των
προσανατολισμών για να τα ανάγει σε μια κάθετη αντιπαράθεση μεταξύ του
πολιτικού αντίπαλου που μετασχηματίζεται σε εχθρό, από την μια πλευρά και του
κοινωνικού πρωταγωνιστή από την άλλη που μετατρέπεται στον μοναδικό φορέα των λαϊκών
προσδοκιών.
Με αυτό τον τρόπο ο λαϊκισμός γεννά την
προβληματική του «κινδύνου» για να αναδείξει τον λαϊκιστή σε
υπερασπιστή και αυτόκλητο σωτήρα του «λαού»
ολόκληρου. Τον λαϊκιστή σαν άτομο ή και τον
λαϊκιστή σαν πολιτικό σχηματισμό
που αισθάνεται ότι του έχει ανατεθεί το καθήκον να διορθώσει όλα τα «κακά» και
να υπαγορεύσει τον ορθό δρόμο. Σε αυτή την περίπτωση το «ορθό» του λαϊκιστή υποβάλλεται σε μια βαθιά
μεταλλαγή καθόσον μετασχηματίζεται σε «λαϊκή
θέληση», η οποία δεν τίθεται πλέον σε συζήτηση καθόσον γνήσια έκφραση του
σώματος που νομιμοποιεί το δημοκρατικό
σύστημα. Η απειλή του «κινδύνου», με την μορφή προδοσίας της θέλησης του «λαού», συνιστά το κύριο εργαλείο του καθόσον
ο λαϊκιστής πλάθει την τύχη του επάνω
στον φόβο - συμβολικό και εκλογικό – αφού επιλέξει τον απαραίτητο κοινό εχθρό
προς στοχοποίηση. Δίκαια ο Γιαν-Βέρνερ Μίλερ, καταλήγει ότι οι λαϊκιστές δεν είναι
κατά βάθος μόνο ανελεύθεροι αλλά και απολιτικοί γιατί αρνούνται την ίδια την
ουσία της δημοκρατίας.
Ο λαϊκισμός, κατά τον γερμανό
κοινωνιολόγο Ούρλιχ Μπεκ, είναι προϊόν
της ανικανότητας των εξουσιαστικών και πολιτικών ελίτ να δώσουν ικανοποιητικές
απαντήσεις στην μεγέθυνση και στην εξάπλωση των οικουμενικών φαινόμενων. Στην
προσπάθεια να τον απομονώσουν, καταγγέλλοντας τις πρακτικές του, αποτυγχάνουν να
κατανοήσουν τα αιτήματα που τον εκτρέφουν και στα οποία η πολιτική δεν
κατορθώνει πια να ανταποκριθεί.
«Οι πολίτες», έγραφε η Χάνα Αρεντ, «είναι πολιτικά ισότιμοι αλλά ανθρωπολογικά διαφορετικοί κύρια στην
σκέψη τους. Γι’αυτό και έχουν την ανάγκη του ειρηνικού διαλόγου γύρω από το
«κοινό καλό» πριν να το θέσουν συλλογικά στην πράξη. Όταν όμως εκλείψει
η ανάγκη διαλόγου μεταξύ των πολιτών, γιατί κάποιος υπεξαιρεί το δικαίωμα της
εκπροσώπησης τους, επέρχεται το τέλος της πολιτικής καθόσον πεθαίνει δίχως τον προαπαιτούμενο
πλουραλισμό της». Τη θέση της, τότε, καταλαμβάνει ο λαϊκισμός.
*Η κουλτούρα του λαϊκισμού είναι αντίθετη εκείνης της συνταγματικότητας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.