Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

Η εναλλαγή της βουλευτικής θητείας και ο ρόλος των κομμάτων

 
του Άντζελο Πανεμπιάνκο

Αυτό το οποίο εντυπωσιάζει στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τις πρωτοβουλίες του ριζοσπαστικού κόμματος οι πολιτικοί συντάκτες είναι η παντελής ανικανότητα κατανόησης της διάδρασης κάθε μεμονωμένης πράξης με ένα ευρύτερο πολιτικό σχέδιο και με την πολιτική κουλτούρα που εκφράζει.

Από τον κανόνα δεν ξέφυγε και η τελευταία πρωτοβουλία των ριζοσπαστών γύρω από την εναλλαγή των τεσσάρων βουλευτών του κόμματος, που εκλέχθηκαν στις 20 Ιουνίου 1976, η οποία ολοκληρώνεται την στιγμή που γράφουμε αυτά τα λίγα. Ο δε προβληματισμός, σε επίπεδο Βουλής, εστιάστηκε στην συνταγματικότητα της αντικατάστασης μιας ολόκληρης κοινοβουλευτικής ομάδας, αποσπώντας έτσι την προσοχή από άλλες θεματικές, γενικότερου αλλά γνήσια θεσμικού χαρακτήρα.


Η εναλλαγή στο μέσο της θητείας – η οποία αναγγέλθηκε συν τοις άλλοις αμέσως μετά την εκλογική επιτυχία της 20ης Ιουνίου 1976 - οριοθετείται με άκρα συνέπεια στο πλαίσιο ενός σαφώς ευρύτερου σχεδίου δράσης που συνιστά τμήμα του κεντρικού κορμού του πολιτικού σχεδιασμού των ριζοσπαστών και το οποίο αποσκοπεί στην εκλαΐκευση της πολιτικής ή στην από-επαγγελματοποίηση των αποφασιστικών οργάνων. Η εν λόγω πρωτοβουλία συνιστά ένα ακόμη κρίκο στην αλυσίδα μιας πλειάδας σημαντικών πρωτοβουλιών τους, με απαρχή την σύνταξη του καταστατικού του κόμματος - σε ισχύ από το 1967 - το οποίο αποτέλεσε και αποτελεί μια μοναδική πολιτική πρόταση των ριζοσπαστών προς την αριστερά στο πεδίο της μη επαγγελματικής πολιτικής οργάνωσης και του αγώνα κατά της δημόσιας χρηματοδότησης των κομμάτων που επιβραβεύει τον πολιτικό επαγγελματισμό εις βάρος της συμμετοχής του πολίτη.

Φυσικά, η εναλλαγή σε αυτή την περίπτωση είναι πρώτιστα μια συμβολική πράξη δεδομένου ότι αφορά την αντικατάσταση λίγων βουλευτών. Στην ουσία της όμως συνιστά μια γνήσια πολιτική πράξη που στοχεύει στην διάσπαση των ελίτ και στην αύξηση της συμμετοχής του πολίτη στην πολιτική, καθώς και στην δημόσια κατάδειξη των δύο σοβαρότερων δυσλειτουργιών των θεσμών μας: τον τρόπο λειτουργίας της Βουλής και τον τρόπο λειτουργίας των κομμάτων.

Οι πολιτικές δράσεις του ριζοσπαστικού κόμματος  μπορούν να καταταγούν, χοντρικά, σε δύο κατηγορίες:
- από την μία πλευρά σε δράσεις που αποσκοπούν στην πολιτική αντιπαράθεση «εδώ και τώρα» - πάντα στο πλαίσιο των συνταγματικών κανόνων του πολιτικού συστήματος - δράσεις  που εξαναγκάζουν τις πολιτικές δυνάμεις να πάρουν θέση βάσει μιας οπτικής της πολιτικής που θεωρεί την αντιπαράθεση σαν το αλάτι της δημοκρατίας και την ομοφωνία σαν την άρνηση της,
- από την άλλη πλευρά σε δράσεις συμβολικού χαρακτήρα που στοχεύουν τα πολιτικά ήθη του συστήματος σε βάθος χρόνου, παραδειγματικές δράσεις που ταρακουνούν και υποχρεώνουν σε περίσκεψη γύρω από αθεράπευτες συνήθειες και πολιτικές πρακτικές οι οποίες ευθύνονται για την καταθλιπτική ασφυξία της πολιτικής ζωής της χώρας.
Στην δεύτερη κατηγορία ανήκει προφανώς και η πρωτοβουλία εναλλαγής των βουλευτών του κόμματος.



Η εναλλαγή των βουλευτών του ριζοσπαστικού κόμματος επικεντρώνεται, άκρως δεικτικά, σε δύο διαφορετικούς στόχους για να υποδείξει στην κοινή γνώμη δύο αλληλένδετες παθογένειες των θεσμών μας: τον τρόπο λειτουργίας της βουλής και τον τρόπο λειτουργίας των κομμάτων. Αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας της Βουλής, στοχεύει στην ανάδειξη μιας εναλλακτικής πρότασης σύμφωνα με την οποία η λειτουργία της - ρευστή και σε διαρκή μεταλλαγή - βασίζεται πραγματικά στις συνταγματικές επιταγές που την θέλουν τόπο συνεύρεσης και αντιπαράθεσης των αντιπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών και όχι των κομματικών ολιγαρχιών και των κομματικών οργάνων.

Η εναλλαγή στο μέσο της θητείας έρχεται να στηρίξει την συστηματική αντιπαράθεση στον κομματισμό, στην κομματοκρατία και στην κομματική πειθαρχία, γύρω από την οποία αναπτύσσεται και μια πρόσφατη πρόταση των ριζοσπαστών που θα μετασχηματιστεί σύντομα σε πολιτικό αγώνα αν το επιτρέψουν οι δυνάμεις τους: η πρόταση του ασυμβίβαστου μεταξύ βουλευτικού και κομματικού αξιώματος. Η οπτική την οποία υπηρετεί η πρόταση υπαγορεύει την κάθετη διαφοροποίηση μεταξύ κομματικών και κοινοβουλευτικών ελίτ έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις ανάπτυξης της αναγκαίας διαλεκτικής μεταξύ κομμάτων και Βουλής και της επακόλουθης επαναφοράς της τελευταίας στον θεσμικό της ρόλο σύμφωνα με το σύνταγμα και κάθε γνήσια δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης στο ύψος των περιστάσεων.

Πρόκειται για ακόμη μια μάχη των ριζοσπαστών ενάντια στην θανατηφόρα ακαμψία της κομματοκρατίας που συνιστά μία από τις βασικές αιτίες της πολιτικής κρίσης της χώρας. Ο αγώνας όμως ενάντια στα ολιγαρχικά και γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά του κομματικού συστήματος απαιτεί την επινόηση νέων εργαλείων, την ικανότητα πολιτικής «φαντασίας» σε θέση να υποδείξει νέες, κατάλληλες, λύσεις. Και όπως συνέβηκε στο παρελθόν, όταν άλλες πρωτοβουλίες των ριζοσπαστών άνοιξαν δρόμους σε βαθιές αλλαγές των πολιτικών ηθών, της πολιτικής κουλτούρας και της πολιτικής πρακτικής, παρόλο που παρέμειναν προς στιγμή δυσνόητες, δεν απομένει παρά να της ευχηθούμε να αποτελέσει αιτία βαθιάς περίσκεψης γύρω από τις μεθόδους και τα εργαλεία θεραπείας των παθολογιών του πολιτικού μας συστήματος.

8 Ιανουαρίου 1978  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.